συγγραφεῖ

συγγραφεῖ
συγγράφω
write
aor subj pass 3rd sg (epic)
συγγραφεύς
one who collects and writes down historic facts
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγγράφει — συγγράφω write pres ind mp 2nd sg συγγράφω write pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ПРОБУЛЫ —    • Πρόβουλοι,          советники,        1. десять мужей, которые после поражения в Сицилии (в 413 г. до Р. X.) были выбраны в Афинах, чтобы обсуждать необходимые для спасения государства меры. Thuc. 8, 1. Выбранные в 411 г. до Р. X., они… …   Реальный словарь классических древностей

  • ανεκδοτογράφος — ο εκείνος που γράφει ανέκδοτα ή συγγράφει ιστορία βασισμένη σε ανέκδοτα …   Dictionary of Greek

  • νομογράφος — νομογράφος, ὁ (ΑΜ) αυτός που συγγράφει νόμους, νομοθέτης μσν. αυτός που ερμηνεύει τον νόμο ή τον ιουδαϊκό νόμο αρχ. συμβολαιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + γράφος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφικός — ή, ό / συγγραφικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «συγγραφικά δικαιώματα» (νομ.) τα ηθικά και οικονομικά… …   Dictionary of Greek

  • Βέργκα, Τζοβάνι — (Giovanni Verga, Κατάνη 1840 – 1922). Ιταλός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, άρχισε να σπουδάζει νομικά, αλλά διέκοψε γρήγορα για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Η δραστηριότητά του στα γράμματα άρχισε στην Κατάνη με τη δημοσιογραφία και το… …   Dictionary of Greek

  • Δούγκας, Στέφανος — (Τίρναβος, Θεσσαλία 1760; – Μολδαβία 1830).Λόγιος, κληρικός και καθηγητής των φυσικών επιστημών. Μαθήτευσε κοντά στον φημισμένο δάσκαλο του χωριού του, Ιωάννη Πέζαρο. Αργότερα σπούδασε φυσική και μαθηματικά σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”